- εύχλους
- εὔχλους, -ουν και εὔχλοος, -οον (Α)1. χλοερός, αυτός που έχει πλούσια βλάστηση2. (επίθ. τής Δήμητρας) αυτή που παρέχει πλούσια, άφθονη βλάστηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χλους (< -χλοος < χλόη), πρβλ. ά-χλοος, κακό-χλοος].
Dictionary of Greek. 2013.